- κελτιστί
- κελτιστί (Α)επίρρ. στη γλώσσα τών Κελτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κέλτης + επίρρ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. ελλην-ιστί, λατιν-ιστί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κελτιστί — in the language of the Celts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)